έμφραξη

έμφραξη
η (AM ἔμφραξις)
1. φράξιμο, στούπωμα, βούλλωμα
2. ιατρ. η απόφραξη αρτηρίας από εμβολή ή από άλλη αιτία
3. (οδοντιατρ.) η εισαγωγή σε κοιλότητα δοντιού παρασκευασμένης ουσίας κατάλληλης για την αποκατάσταση τής φυσιολογικής μορφής τού δοντιού, κν. σφράγισμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • έμφραξη — η 1. το φράξιμο, βούλωμα, στούπωμα. 2. (ιατρ.), η είσοδος θρόμβου αίματος σε κάποιο όργανο του σώματος, η απόφραξη αρτηρίας. 3. η εισαγωγή ειδικής ουσίας σε κοιλότητα δοντιού μετά τη θεραπεία του, το σφράγισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐμφράξῃ — ἐμφράξηι , ἔμφραξις stoppage fem dat sg (epic) ἐμφράσσω bar a passage aor subj mid 2nd sg ἐμφράσσω bar a passage aor subj act 3rd sg ἐμφράσσω bar a passage fut ind mid 2nd sg ἐμφράσσω bar a passage aor subj mid 2nd sg ἐμφράσσω bar a passage aor… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλείστρο — Μηχανισμός των πυροβόλων όπλων, ο οποίος κλείνει τη θαλάμη και αντιστέκεται στην πίεση των αερίων που παράγονται από την έκρηξη της γόμωσης. Η ιδέα της γόμωσης από τη θαλάμη εμφανίστηκε όταν σχεδιάστηκαν τα πρώτα πυροβόλα, αλλά η πρωτόγονη… …   Dictionary of Greek

  • εμφραγματικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έμφραξη, που χρησιμεύει ή συντελεί στην έμφραξη 2. (πυροβ.) «εμφραγματικός δακτύλιος» μεταλλικός δακτύλιος που είναι τοποθετημένος μπροστά στη θαλάμη τού πυροβόλου για να καλύπτει την αρμογή που… …   Dictionary of Greek

  • έμφραγμα — Νέκρωση ενός ιστού που οφείλεται σε διακοπή ή ελάττωση της αρτηριακής αιμάτωσής του. Το αίτιο συνίσταται στην απόφραξη μιας αρτηρίας από θρόμβωση, εμβολή ή κοκκιωματώδη επεξεργασία των τοιχωμάτων της. Το έ. επέρχεται όταν η αρτηρία που έχει… …   Dictionary of Greek

  • αλοιφώνω — [Α ἀλοιφῶ ( άω)] νεοελλ. 1. αλείφω την εσωτερική επιφάνεια πήλινου αγγείου με χημικό μίγμα για έμφραξη των πόρων του 2. βυθίζω σωλήνες ή παρόμοιο αντικείμενο μέσα σε διάλυση που περιέχει μόλυβδο αρχ. αλείφω, επιχρίω με πίσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλοιφή …   Dictionary of Greek

  • αποτύφλωση — η (AM ἀποτύφλωσις) η πλήρης τύφλωση νεοελλ. 1. ιατρ. η έμφραξη των φλεβών 2. υπέρμετρος φανατισμός …   Dictionary of Greek

  • διάφραξη — η φράξιμο, απόφραξη, έμφραξη …   Dictionary of Greek

  • εμφράσσω — (AM ἐμφράσσω, Α αττ. τ. ἐμφράττω, Μ και ἐμφράγνυμι και ἐμφράζω) φράζω, κλείνω, στομώνω κάτι με άλλο πράγμα, βουλλώνω («ἐξιέναι κωλύει τὸ θερμὸν ἐμφράττον τοὺς πόρους», Θεόφρ.) αρχ. μσν. 1. βάζω κάτι μέσα σε κάτι άλλο για έμφραξη, χώνω 2. ματαιώνω …   Dictionary of Greek

  • εμφραγμός — ο (AM ἐμφραγμός) έμφραξη, φραγμός (α. «εμφραγμός οχετού» β. «καὶ ἡ μάχη αὐτῶν ἐμφραγμὸς ὠτίων», Σοφ. Σειρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”